-
1 κύπτω
κύπτω (vgl. κυβή, κύβδα, κυφός, cubo), perf. κέκῡφα, sich vorwärts neigen, bücken, ducken; ἔλαβεν κύψας ἐκ πεδίοιο Il. 17, 621, vgl. 4, 468. 21, 69; vom Tantalus, ὁσσάκι γὰρ κύψειε γέρων πίνειν μενεαίνων Od. 11, 584; Ar. von Einem, der sich schämt, οὗτος, τί κύπτεις; was hängst du den Kopf? Equ. 1351 (vgl. κύψαντες διεφρόντιζον Epicrat. b. Ath. II, 59 e); ἔϑει κύψας Ran. 1089, vgl. Eccl. 863; κέρεα κεκυφότα ἐς τὸ ἔμπροσϑεν Her. 4, 183; κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας Plat. Rep. IX, 568 a; πεφρικὼς καὶ στένων καὶ κύπτων εἰς τὴν γῆν vrbdt Dem. 18, 323; Arist. de part. an. 2, 11, von den Thieren, im Ggstz von ὀρϑὸν εἶναι; Sp., wie Plut. Mar. 44; – νῶτα κεκυφότα, ein krummgebogener Rücken, Nonn. – Trans., vorwärts, vornüber beugen, im Ggstz von ἀνορϑοῦν, Philo.
См. также в других словарях:
κύπτω — (AM κύπτω) κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, σκύβω, καμπουριάζω (α. «έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της επί τού λίκνου», Παπαδ. β. «κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας», Πλατ.) νεοελλ. φρ. α) «δεν… … Dictionary of Greek